ξεμαυλίζω

ξεμαυλίζω
μετ. соблазнять, обольщать, совращать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξεμαυλίζω" в других словарях:

  • ξεμαυλίζω — εκμαυλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ μαυλίζω (αόρ. ἐξ εμαύλισα) με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξ[ε] )] …   Dictionary of Greek

  • ξεμαυλίζω — ξεμαύλισα, ξεμαυλίστηκα, ξεμαυλισμένος, παραπλανώ, παρασύρω, μαστροπεύω, εκμαυλίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεμαυλισμός — ο [ξεμαυλίζω] εκμαυλισμός …   Dictionary of Greek

  • ξεμαυλιστής — ο, θηλ. ίστρα και ίστρια [ξεμαυλίζω] ο εκμαυλιστής …   Dictionary of Greek

  • ξεμαύλισμα — το [ξεμαυλίζω] εκμαυλισμός …   Dictionary of Greek

  • ξεμαύλισμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεμαυλίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεμυαλίζω — ξεμυάλισα, ξεμυαλίστηκα, ξεμυαλισμένος 1. κάνω κάποιον να χάσει το μυαλό του, το λογικό, τη σύνεση, ξελογιάζω: Τον ξεμυάλισε μια μελαχρινή. 2. αποπλανώ, διαφθείρω, ξεμαυλίζω: Ξεμυαλίστηκε με τις κακές παρέες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»